- οδοντοτεχνικός
- -ή, -ό [οδοντοτεχνία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοντοτεχνία ή στον οδοντοτεχνίτη2. το θηλ. ως ουσ. η οδοντοτεχνικήη τέχνη τής κατασκευής από ειδικό υλικό τεχνητών δοντιών και οδοντοστοιχιών, αλλ. οδοντοτεχνία.
Dictionary of Greek. 2013.